- τελεσιούργημα
- τὸ, Α [τελεσιουργῶ]1. τελειωμένη, ολοκληρωμένη εργασία2. τελετή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελεσιούργημα — an accomplished purpose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)